- ζάλο
- το (Μ ζάλο και ζάλον)1. βήμα, βηματισμός χορού, γρήγορη περιστροφή2. πήδημα3. φρ. α) «στέκω σ' ένα ζάλο» — μένω σταθερός στην αρχική μου γνώμηβ) «παίρνω τα ζάλα» — προχωρώγ) «ζάλο και ζάλο» — βήμα-βήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος με ηχηροποίηση τού αρκτικού -s- σε -z- (πρβλ. σάκχαρις < ζάχαρη)].
Dictionary of Greek. 2013.